- άπιστος
- η , ο [ος , ον ]1) неверующий; 2) подозрительный; недоверчивый; 3) неверный;
άπιστη γυναίκα — неверная жена;
4) вероломный, коварный;§ άπιστος Θωμάς — Фома неверный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
άπιστη γυναίκα — неверная жена;
§ άπιστος Θωμάς — Фома неверный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἄπιστος — not to be trusted masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άπιστος — η, ο επίρρ. α 1. δύσπιστος, καχύποπτος: Άσ τον αυτόν, είναι άπιστος Θωμάς. 2. αυτός που δεν πιστεύει στο Θεό: Ήταν άπιστος ο ίδιος και ζητούσε να κάνει κι άλλους. 3. αυτός που δεν είναι πιστός στις υποχρεώσεις του, δόλιος: Αποδείχτηκε άπιστος… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άπιστος — (apistos). Γένος περκομόρφων ψαριών της οικογένειας των περκιδών. Ζουν στις τροπικές θάλασσες και ιδιαίτερα στον Ινδικό ωκεανό. Έχουν μήκος 30 50 εκ. και στηθαία πτερύγια πολύ ισχυρά. Είναι γνωστά 15 είδη. * * * η, ο (AM ἄπιστος, ον) 1. αυτός που … Dictionary of Greek
ἀπιστότερον — ἄπιστος not to be trusted adverbial comp ἄπιστος not to be trusted masc acc comp sg ἄπιστος not to be trusted neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἄπιστος — ἄπιστος , ἄπιστος not to be trusted masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπιστοτάτων — ἄπιστος not to be trusted fem gen superl pl ἄπιστος not to be trusted masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπιστοτέρων — ἄπιστος not to be trusted fem gen comp pl ἄπιστος not to be trusted masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπιστότατα — ἄπιστος not to be trusted adverbial superl ἄπιστος not to be trusted neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπιστότατον — ἄπιστος not to be trusted masc acc superl sg ἄπιστος not to be trusted neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπίστως — ἄπιστος not to be trusted adverbial ἄπιστος not to be trusted masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄπιστον — ἄπιστος not to be trusted masc/fem acc sg ἄπιστος not to be trusted neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)